- εκκαρπούμαι
- ἐκκαρποῡμαι (-όομαι) και ἐκκαρπεύομαι (Α)1. συγκεντρώνω, απολαμβάνω τους καρπούς2. εξαντλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκκαρπούμαι — όομαι, Μ καρπώνομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαρποῦμαι «καρπώνομαι, απολαμβάνω»] … Dictionary of Greek